- πακιάλιον
- πακιάλιον, τό,A = φακιάλιον, Sammelb.7033.45 (v A. D.), PMasp.6 ii 66 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πακιάλιον — πακιάλιον, τὸ (Α) βλ. φακιάλιον … Dictionary of Greek
φακιάλιον — και πακιάλιον, τὸ, Α βλ. φακιόλι … Dictionary of Greek
φακιόλι — το / φακιόλιον, ΝΜΑ, και φακεόλιον και φακεώλιον και φακιώλιον και φακιάλιον και φακιάριον και πακιάλιον Α είδος γυναικείου κεφαλόδεσμου, αλλ. μαντίλα, τσεμπέρι, τουλπάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faciāle «μαντίλι» < λατ. facies «όψη, πρόσωπο»] … Dictionary of Greek